Η δύναμη της τέχνης απέναντι στην κρίση
Το Σάββατο 27 Ιουλίου το Ίδρυμα Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως με την τελετή των εγκαινίων ανοίγει τις φετινές ΠΛΟΕΣ ΧΙΧ.
Παρουσιάζονται, στο ρεπορτάζ, οι καλλιτέχνες που εκθέτουν τα δημιουργήματά τους. Χρήσιμη ενημέρωση που συμβάλλει στην καλύτερη προσέγγιση των δημιουργών και των έργων τους.
Οι αναφορές στο σκεπτικό των συμμετεχόντων καλλιτεχνών είναι της Αθηνάς Σχινά, η οποία είναι Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης και Επιμελήτρια του Ιδρύματος Κυδωνιέως.
Η Αφροδίτη Λίτη επιλέγει μορφές του φυτικού ή ζωικού κόσμου, αλλά και ανθρώπινες φιγούρες, αναδιαμορφώνοντας στα έργα της, όψεις της πραγματικότητας σε υπερμεγέθεις και τρισδιάστατες παραστατικές εικόνες. Μετασχηματίζοντας, η γλύπτρια αυτή, (με βάση το μέταλλο, το γυαλί, τις διαφόρων μεγεθών και ποιοτήτων ψηφίδες, τα χρώματα, τα κονιάματα), αρχετυπικές μνήμες, ανακαθορίζει σχέσεις κι αποστάσεις, αναλογίες και τρόπους παρατήρησης, κλίμακες κι αναγωγές. Αναθεωρεί, δηλαδή, την ίδια την έννοια και λειτουργία της "αναπαράστασης", μέσα από το πλαίσιο ενός "υπερ-ρεαλισμού", που στις ρίζες του όμως, - εκτός από τις αποδομήσεις κι ανασυντάξεις του, - περικλείει τα σπέρματα μιας αναμυθολόγησης και ανασημασιοδότησης της καθημερινότητας ή των σχέσεων που συνεχώς διαμορφώνουμε εμείς μαζί της.
Ο Θανάσης Παναγιώτου δημιουργεί έναν δικό του κόσμο αλληγορικού ρεαλισμού, (διαμορφωνόμενο κάθε φορά σαν fiction story) μέσα από το ανυπόκριτο βλέμμα ενός παιδιού. To παιδί αυτό, παρατηρεί κι άλλοτε υποδύεται τον εαυτό του, συνταιριάζοντας και τις δύο οπτικές, σε χρόνο μιας διττής του υπόστασης. Πότε μοναχικό κι άλλοτε συντροφευμένο, εξορκίζει τις φοβίες του, ανιχνεύοντας περάσματα ή διεξόδους, σε δασώδεις ή λαβυρινθώδεις περιοχές, με τις ενδεχόμενες παγίδες ή τις διαφυγές τους. Μέσα από τα "αφηγηματικά" καρέ της διαδοχικής ακολουθίας των έργων, (των εμπνευσμένων από τις κινηματογραφικές sequences), αισθάνεται κανείς να οπτικοποιούνται αινιγματικές διελεύσεις, που συνδέουν το τυχαίο με το πιθανό, το συλλογικό ασυνείδητο με την υπερβατικότητα του μύθου, την καθημερινότητα με την ουτοπία, την ατμόσφαιρα κινδύνου με την ευφροσύνη, αλλά και την αίσθηση αιχμαλωσίας με μια ελπιδοφόρα απόδραση.
Η Αθηνά Λατινοπούλου, εμπνεόμενη από τους κάβους που δένουν οι ναυτικοί τα καράβια τους στα λιμάνια, χρησιμοποιεί στα έργα της, την προσομοίωση της πραγματικότητας, ζωγραφίζοντας τα δικά της νήματα και κυρίως τα σκοινιά της, που γίνονται μέσα από την μεγιστοποίησή τους, γιγαντωμένα κουβάρια. Ο "μίτος της Αριάδνης" τυλίγεται και ξετυλίγεται, σαν παράδοξα μνημειωμένο, προγονικό τοτέμ. Ο "μίτος" αυτός του παραμυθιού, αλλά και της ίδιας της έννοιας της (αφηγηματικής) ύφανσης, παριστάνεται στην ζωγραφική της, μέσα από την δυναμική μεγέθυνσή του, τονίζοντας την υποβλητική πρωτογένεια της υλικότητάς του. Πλέκεται ρυθμοτεχνικά (στα εικαστικά "υφαντά" της) και παράλληλα "διαπλέκεται", υποδηλώνοντας ποικίλων ειδών διασταυρώσεις και συστημικές σχέσεις, κυρίως όμως την "τάξη" και την "αταξία" γύρω από τους εκάστοτε μύθους, αλλά και τις πραγματικότητες, που τις βιώνουμε και συνεχώς τις αναμορφώνουμε, για τις οποίες η ζωγράφος ασκεί έμμεσα και αλληγορικά, κοινωνική κριτική.
Ο Γιώργος Τσεριώνης εστιάζει την προσοχή του στην πολλαπλότητα των προσλήψεων του πραγματικού, το οποίο αμφισβητεί, τοποθετώντας στην θέση του τις διαφορετικές πτυχές των υποκειμενικών μας θεωρήσεων. Η ευθύνη εναπόκειται στο "εγώ" και στις αποτιμήσεις των εικόνων του για την "πραγματικότητα", με βάση τις συνθήκες που αυτές εμπίπτουν στο υποσυνείδητο, την αποσπασματικότητα και την διαδοχή τους, αλλά και την μετέπειτα νοηματοδότησή τους από τον συνειρμό. Τα σχέδιά του αποτελούν όψεις κι αποθησαυρίσματα του κόσμου, από τον οποίο αντλεί τα ερεθίσματά του, θυμίζοντας ασυνάρτητες εικόνες ή σημειώσεις από διάφορα σενάρια της παρατήρησης. Αποδομεί και διαταράσσει, ο καλλιτέχνης αυτός, την δομή και την υποτιθέμενη συνοχή των εικόνων της "πραγματικότητας", αφήνοντας τον θεατή, μέσα από τις αποσπασματικότητες, να αναλάβει εκείνος την ευθύνη για την ανασυγκρότηση της "πλοκής" τους. Αναπαριστά έναν κόσμο διφορούμενο, κατακερματισμένο, μεταλλασσόμενο και με χαμένη την αθωότητα, αλλά την όποια βεβαιότητα της "αυθεντίας" του.
Η Αλεξάνδρα Ισακίδη διαπλέκει τις μεταφορικές, τις συμβολικές, αλλά και τις μετωνυμικές εικόνες της, με φυλλώματα και κλαδιά, στα ξέφωτα κάποιου δάσους ή σε δύσβατα μονοπάτια και άλλοτε πάλι σε τόπους χλοερούς με χρωματικές ανταύγειες, όπου το φως γλιστρά ανεπίληπτα, διεκδικώντας την ρευστότητα των κυμαινόμενων εντάσεών του, από τα ημιτόνια του αραιού ή του πυκνότερου σκοταδιού. Η ακουαρέλα, συνδυασμένη με τα ξηρά παστέλ στα έργα της, μεταδίδει ως αίσθηση το εφήμερο, το στιγμιαίο, την υγρότητα, την ευδαιμονία και ταυτοχρόνως την επισφάλεια ενός πραγματικού, όσο και ουτοπικού "παραδείσου", εκεί όπου εγκυμονούν κίνδυνοι και πάσης φύσεως απειλές. Απειλές και ανομολόγητοι φόβοι, που φυσικά δεν εξαντλούνται στην οικολογία, αλλά με αλληγορικό τρόπο προεκτείνονται και στα ίδια τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Ο Νίκος Παπαδόπουλος, μινιμαλιστής καλλιτέχνης και θιασώτης του art & craft movement, στα έργα "παρέμβασής" του πάνω σε ειδικά χαρτιά, διαμορφώνει ιδιαίτερα τοπία, όπου το "θετικό" και το "αρνητικό " τους μέρος, λειτουργούν ισοδύναμα, σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Φώτα και σκιές, δομές κι επιφάνειες, εσωτερικός κι εξωτερικός χώρος, μικρές και μεγάλες κλίμακες, αισθητοποιούν και νοηματοδοτούν η μια τους παράμετρος την άλλη. Οι όψεις της φύσης, μετατρέπονται σε διαδικαστικά "πεδία εργασίας", όπου εκεί επεξεργάζονται, από τον εννοιακό (conceptual) αυτόν καλλιτέχνη, χειροτεχνικά και μάλιστα ως διακυβεύματα, οι σχέσεις και οι μεταβλητότητες, οι πιθανότητες και οι ανατροπές, οι εγγύτητες και οι αποστάσεις της ίδιας της "φυσικότητας", αλλά και της "πλαστότητας" ή της στερεοτυπίας, αναθεωρώντας παράλληλα ο δημιουργός στα έργα του, τις αινιγματικές σχέσεις συνέχειας κι ασυνέχειας, έλξης κι αποτροπής, ασφάλειας κι επιθετικότητας, γαλήνης κι απειλής, επαναληπτικότητας κι απόσχισης.
Ο Μανώλης Χάρος στα δικά του σύνθετα "τοπία", αξιοποιεί ορισμένες εκδοχές της σύγχρονης pop-art. Η αντιθετική συνύπαρξη και ο ενεργητικός διάλογος που παράγεται, από τον θεατή προς το κάθε του έργο, ως μια σειρά αναφυόμενων ερωτημάτων, ανάμεσα στις αποστάσεις της εγγύτητας και της απομάκρυνσης, της υφής και της χροιάς, της χειρονομιακής επίσης αφαίρεσης και των ρεαλιστικών αναφορών, ενδυναμώνει την λογική της αποσπασματικότητας ως προς την συνθετική διαμόρφωση των "εικόνων" του, πυροδοτώντας την λειτουργία του συνειρμού. Η αμεσότητα της χειρονομίας συνδέεται δημιουργικά με την έννοια της διαμεσολάβησης στα έργα του, που υποδεικνύουν ένα είδος αλχημείας τόπων, χώρων και χρόνων, αποκαθηλώνοντας το συγκεκριμένο, καθώς αισθητοποιούν απεικάσματα της μνήμης και των εντυπώσεων. Οι σμυκρίνσεις και οι προσμειγνυόμενες αλλού μεγεθύνσεις, όπως επίσης οι ρυθμικές αναλογίες και οι εναρμονιζόμενες μεταβλητότητες των εντάσεων σχεδίου και συναρτώμενου χρώματος, προσδίδουν στη ζωγραφική του, τον τόνο μιας ευφρόσυνης ελεγείας.
Ο Βασίλης Αβραμίδης, μέσα από μια διαφορετικού τύπου ελεγεία, συνδυασμένη με χιούμορ και παραδοξότητες, "παριστάνει" αναπάντεχες συνευρέσεις ανθρώπων, ζώων, μηχανών και πάσης φύσεως καθημερινών αντικειμένων, που συνδιαλέγονται ή συγχρωτίζονται, στην βάση ενός άτυπου ή ημιτελούς σεναρίου, το οποίο έχει παγώσει στον χρόνο. Η κάθε "αυλαία" του, αποκαλύπτει έναν κατάφυτο τόπο, πλην όμως εγκαταλελειμμένο, που ωστόσο κατακλύζει τα "όντα" του, μνημειοποιώντας την υπόσταση, αλλά και την αινιγματικότητά τους. Οι παρένθετες εναλλαγές των μεγεθών τους και των αποστάσεων, "ενδύονται" την οργανικότητα μιας καταπράσινης γης, φανερώνοντας αλληγορικά τον τρόπο που μπορεί να ανατρέψει, να αλλάξει σημασίες και - με απρόσμενα άλματα - να ενοποιήσει τα διεστώτα, ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Ο Νίκος Λαγός, αντί για την φύση, επιλέγει να διαμορφώσει τα ριζοσπαστικά, δικά του, αστικά "τοπία". Τα τοπία αυτά, λειτουργούν ως ετεροπροσωπίες του εαυτού του και ταυτοχρόνως ως περίπλοκα χωροδικτυώματα, μέσα από την παράδοξη χαρτογράφηση των οποίων, αναζητεί να βρει, με ανασφάλιστες δικλείδες και συνεχόμενες αναθεωρήσεις, ό,τι τον προσδιορίζει. Με βάση τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, αλλά και τους φόβους που διακατέχουν τους ενήλικες, ο ζωγράφος αυτός συνειδητά υπονομεύει κάθε τύπου εκλογίκευση και αποδομεί κάθε αρχιτεκτονική τάξη, οικοδομώντας στην θέση τους μια προσωπική και λαβυρινθώδη "πολεοδομία", αποτελούμενη από λέξεις-κλειδιά, σύμβολα, εικονογράμματα και γλωσσικά παιχνίδια. Στις ρεαλιστικά βίαιες, χαώδεις και ουτοπικές του "πολιτείες", καταθέτει τις αντιθέσεις της εποχής μας και τα άγχη που χαρακτηρίζουν κάθε ισορροπιστή, να σταθεί και να "περπατήσει", πάνω σε τεντωμένο σκοινί.
Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, μέσα από τα έργα του, που αφορούν στο "Μεγάλο Χρυσό Δωμάτιό" του, φέρνει σε επαφή τα βιώματα που έχουμε αποκομίσει από τις πρωτοπορίες της ευρωπαϊκής κι αμερικανικής τέχνης, μαζί με τις εμπειρίες από την ασιατική παράδοση, τόσο την ισλαμική, όσο και την ιαπωνική. Ανάμεσά τους, συνδυάζει και παρεμβάλλει ευρηματικά, τα διδάγματα από την βυζαντινή τέχνη, (κυρίως όσον αφορά την χρήση και τις λειτουργίες των χρυσωμένων επιφανειών στις εικόνες), με στόχο του, να διαμορφώσει αυτός ο καλλιτέχνης, φανταστικούς χώρους. Θρεμμένος με την pop κουλτούρα - στην οποία ανήκει - κι εξοικειωμένος με τους φαντασιακούς χώρους των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, στρέφει το ενδιαφέρον του στην φύση της "φυγής", από την οποία διακατέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Πρόκειται για ένα γνώρισμα του ρομαντισμού, το οποίο στις μέρες μας, βλέπουμε να επανακάμπτει. Οι σημασίες του χώρου, στην δυτική τέχνη (και στα βιντεοπαιχνίδια), είναι συνήθως πλαισιωτικές ή φυγοκεντρικές, ενώ στα δικά του έργα, ο χώρος (όπως στις μινιατούρες, αλλά και στην βυζαντινή τέχνη) λειτουργεί συγκεντρωτικά, αντανακλώντας - λόγω του χρυσώματος - τον "εαυτό" ως συμμετοχική συνθήκη, για την αναζήτηση της ελλείπουσας πνευματικότητας.
Η Βίκυ Γεωργιοπούλου, με το καταλυτικό της πικρό χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό, τον σουρεαλιστικής έμπνευσης κλαυσίγελο και την κοινωνική κριτική που ασκεί, "σχολιάζει" απροκάλυπτα, τις μέρες και τον βίο του δημοσίου υπαλλήλου. Το όνειρο πολλών για μια "θέση στο Δημόσιο", αποκαλύπτει, στα έργα της, τα παρελκόμενά του, όπως την παγιδευτική δέσμευση, την ισοπέδωση από το σύστημα, τον εκμηδενισμό της προσωπικότητας του υπαλλήλου και την μηχανοποίηση του "εγώ", που τον εξουθενώνει. Δέσμιος του γραφείου του, ο υπάλληλος, ασκώντας την εξουσία του "θρόνου" και της θέσης του, την βλέπει κάποτε να χάνεται μαζί με τα απραγματοποίητα όνειρά του, στο εύθραυστο οικοδόμημα της υποτιθέμενης "ασφάλειάς" του.
Η Βάλλυ Νομίδου, εστιάζει τους προβληματισμούς της στην διαπραγμάτευση των υλικών, μέσω των θεμάτων της, τα οποία αφορούν στην παιδική ηλικία - νεαρών ιδιαιτέρως κοριτσιών - που τα διαμορφώνει ως χάρτινα, περίοπτα γλυπτά. Το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται σε απλά και ταπεινά υλικά, όπως είναι τα διαφόρων ποιοτήτων και υφής χαρτιά, το χαρτόνι, το σύρμα, οι εφημερίδες και η λευκή κόλλα ξύλου. Αξιοποιεί το ίδιο το χρώμα των υλικών της και των προγενέστερων χρήσεων τους, προκειμένου να αποδώσει την αισθαντικότητα, την ευαισθησία, την ευθριπτότητα μέσα από την σθεναρότητα κι αντίστροφα. Οι ελαφρά εσωστρεφείς της συνήθως μορφές, αποκαλύπτουν, στην "στρωματογραφία" των επιφανειών τους, εκτός από την χαρμολύπη τους, τις όψεις ταυτόχρονα και της δομικής τους "σωματικής", όσο και μορφοπλαστικής άρθρωσης, με τρώσεις, χαρακιές, επουλωμένα ή ανεπούλωτα "τραύματα" κι εκδορές, που αποδίδουν, θαρρεί κανείς, μεταιχμιακά κι αντιφατικά συναισθήματα, όπως αντανακλώνται από την καθημερινότητα, στην ψυχοδυναμική τους ενδοχώρα.
Ο Αντώνης Μιχαηλίδης στα δικά του ανάγλυφα και στα γλυπτά, διαπραγματεύεται ένα είδος οπτικών αινιγμάτων ή παροιμιομύθων, όπου το απροσδόκητο, το τραγικά συμπτωματικό και το αδιεξοδικό, μέσα από ένα είδος κλαυσίγελου, πρωτοστατούν. Οικοδομεί ρηξικέλευθες "ιστορίες" ή επεισόδια φαντασιακών "ιστοριών" με σουρεαλιστική, θυμοσοφική πλοκή και υπονομευτική διάθεση, όχι μόνον απέναντι στην σοβαροφάνεια και στην εξουσία της όποιας αυθεντίας, αλλά κι απέναντι στην ίδια την συνεκτικότητα ή την πειθώ της "αφηγηματικότητας" του ρεαλισμού. Η εσωτερικευμένη οδύνη συνδυάζεται, στα έργα του, με το ευτράπελο. Ο καλλιτέχνης αφήνει ωστόσο περιθώρια, για την αναγωγή του θεατή σε αρχέτυπα, ανάμεικτα όμως με αναπάντεχα επεισόδια, που λειτουργούν, τόσο υπονομευτικά, όσο κι ανατρεπτικά, θυμίζοντας λεκτικά ή σημειολογικά παιχνίδια. Αυτά αφορούν τόσο το παρελθόν, όσο και το παρόν, στο οποίο συχνά και με βάση την αλληγορία, ασκεί κοινωνική κριτική, πάντα με λεπτό χιούμορ και αυτοσαρκασμό.
Ο Κωνσταντίνος Φαζός αφετηρία του συχνά έχει τον αυτοσαρκασμό, την λεπτή ειρωνεία και κάποτε την σκωπτικότητα απέναντι στα τεκταινόμενα και στις παραδοξότητες της ζωής. Η δική του "αφηγηματική" πλοκή, - στα σουρεαλιστικής πνοής έργα του, τα φιλοτεχνημένα με την χρωματικότητα και την διαφάνεια των ελαφρών υλικών που χρησιμοποιεί - είναι εμπνευσμένη από τις συχνές αλλαγές ρόλων, που αντιστοιχούν στις συνεχείς μεταβλητότητες, οι οποίες αφορούν τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται στις δυνητικές αντιπαραθέσεις και στις μεταισθήσεις της πραγματικότητας, στην εύθραυστη επίσης συνεκτικότητα των αλληλουχιών του εικονισμού και στα απρόσμενα που μπορεί ο χρόνος ή οι συγκυρίες να φέρουν, καθώς οι μορφές του εμφανίζονται ως "συμπλέγματα" πιθανών, αλλά και απροσχημάτιστων καταστάσεων.
Η Λυδία Στατήρη ζωγραφίζει πρόσωπα-μάσκες, που τα αντλεί από την καθημερινότητα. Πάνω τους, είναι αφοπλιστικά "γραμμένη" η μικρή ή η μεγάλη ιστορία τους, συνήθως άγνωστη για τους πολλούς. Ανάμεσα στην ιδιωτικότητα και στην αποκάλυψη, στην σιωπή και στην απρόσμενη παρουσία τους, τα πρόσωπα αυτά, που άλλοτε ταυτίζονται και πότε αποστασιοποιούνται από τους ρόλους που διαδραματίζουν στη ζωή, εκφράζουν, τόσο την προσκηνιακή (δημόσια), όσο και την παρασκηνιακή (αθέατή) τους οντότητα, ως μια υπαρξιακά μεταιχμιακή διαμεσότητα. Το μέγεθος αποκτά ιδιαίτερη σημασία στα έργα της ζωγράφου, γιατί μέσα από αυτό αναδεικνύονται οι λεπτομέρειες και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εικονιζομένων, όπως οι ρυτίδες και οι χαρακιές που αφήνει ο χρόνος, με τα έκτυπα και καθοριστικά του σημάδια, τα οποία είναι εκείνα που γράφουν "ιστορίες", αφήνοντας να υφέρπει μια διάχυτη τραγικότητα.
Η Ιωάννα Καφίδα απεικονίζει, στα έργα της, αποσπάσματα από σενάρια ιστοριών, ανάμεσα στις νεώτερες γενιές και στους ενήλικες. Άλλοτε πάλι, στα σουρεαλιστικής διαπνοής αυτά "αποσπάσματα" υποσημαίνονται ή τονίζονται διακριτικά οι δισταγμοί, οι αναστολές, οι αμηχανίες, τα όνειρα, οι μοναξιές, τα αποσκιρτήματα, οι κρυφές αγωνίες, οι επιθυμίες και τα διλήμματα της εφηβικής ηλικίας, απέναντι στις προκλήσεις της ζωής. Μιας ζωής, που θυμίζει σκακιέρα, με μια Καφκική ατμόσφαιρα γύρω της, όπως μπορεί να την αισθανθεί κανείς στις δαιδαλώσεις των μεγαλουπόλεων, στις διαδρομές των τραίνων, στα σταυροδρόμια των λεωφόρων και στον χρόνο που τρέχει, αφήνοντας πίσω του αναπάντητα ερωτήματα.
Η Μαρία Γιαννακάκη, προκειμένου να εκφράσει την ευθραυστότητα, την υπαινικτικότητα, την ρευστή μεταβλητότητα, αλλά και την τρυφερή, την δυσερμήνευτη, την φευγαλέα όσο κι απόκοσμη αίσθηση ορισμένων καταστάσεων ή αισθημάτων, αποφεύγει την "αφήγηση", παραχωρώντας την θέση αυτή στην ατμοσφαιρικότητα. Επιλέγει να αποδώσει την "πολυτιμότητα" της φύσης μέσα από τον λεπτοφυή χαρακτήρα προσώπων, όπως είναι τα κορίτσια σε εφηβική ηλικία και τα παιδιά, η σχέση γονέα και παιδιού κλπ. Επιλέγει με προσοχή τα υλικά της, που είναι συνήθως μεταξωτά χειροποίητα χαρτιά, ρυζόχαρτα, χρώματα ακουαρέλας, σινική μελάνη και γενικότερα οι λεγόμενες "ελαφρές ύλες" . Οι "εικόνες" της, λειτουργούν όπως τα παλίμψηστα. Μέσα από τον διάλογο "κενό - μη κενό" και μέσα επίσης από τις επάλληλες καταθέσεις "επανεγγραφών" που δημιουργεί στο εικαστικό της πεδίο, (προκειμένου να αποδώσει εφήμερες καταστάσεις, άλλοτε πάλι το μυστήριο ή την μοναδικότητα κάποιου αποκαλυπτόμενου και στιγμιαίου γεγονότος), αποκτά ιδιαίτερη σημασία η δυναμική και η υφολογία της σχεδιαστικά ελλειπτικής της γραφής, όπως και οι χρωματικές της τονικές εναρμονίσεις, που προσδίδουν στα έργα της, πνοή και υποβλητικότητα.
Η Τίνα Καραγεώργη, μέσα από διαφόρων επίσης ειδών επεξεργασίες των ποικίλων υλικών που χρησιμοποιεί και της δικής της προσωπικής "γραφής", διαμορφώνει τρισδιάστατες εικόνες, ακολουθώντας μια σειρά διαδοχικών και χειρονομιακών παρεμβάσεων. Οι "διαδικαστικές" της αυτές παρεμβάσεις και τα διαφόρων τύπων "αποτυπώματα" που δημιουργεί, μεταφέρουν στον θεατή, τις μετέωρες αισθήσεις και ποιότητες της διαφάνειας και των εσωτερικών αντανακλάσεων που κατά τόπους δημιουργεί, ενεργοποιώντας πολυμερώς τα επίπεδα της οργανικότητας, των ταλαντώσεων, αλλά και της ζωντάνιας του χώρου. Μέσα από μια εσωτερική φωταύγεια, που ενδυναμώνει τις λεπτές αντιστίξεις των χρωμάτων της, το βλέμμα επικεντρώνεται στην ρυθμική αυξομείωση των εντάσεων, των συνεχόμενων "επανεγγραφών", των παραλλαγών, κυρίως στην "μουσικότητά" τους. Για την ζωγράφο, σημασία αποκτούν οι "μεταισθήσεις" της πραγματικότητας, καθώς αυτές είναι εκείνες που "μεταφράζει", διεγείροντας στον θεατή την φαντασία και τον στοχασμό του.
Η Ιουλία Βεντίκου, με ελάχιστα χρώματα, που τονίζουν περισσότερο την ελεγειακή ατμόσφαιρα και το ποιητικό ύφος των ασπρόμαυρων έργων της, υπαινίσσεται πραγματικότητες και καταστάσεις, που έμμεσα αποκαλύπτουν τις έννοιες και λειτουργίες της εντοπιότητας και της μεταλλαγής, του χώρου και του χρόνου, των φανερών και των αθέατων, των πρωθύστερων και των παρεπόμενων, τις εξελικτικές επίσης διαδικασίες των εναλλαγών της φύσης και του φωτός, μέσα από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες (μεταφορικά) της "ετερότητας του εαυτού". Τα υποβλητικά έργα της, - με εσωτερικευμένη δύναμη, υποφώσκοντα λυρισμό, περιεκτική λακωνικότητα και ταυτοχρόνως αισθαντική σαφήνεια, λειτουργούν σαν τις σελίδες προσωπικών ημερολογίων, αποτυπώνοντας σ' αυτές η ζωγράφος, τις μέρες και τις νύχτες μιας "αγωγής του βλέμματος".
Ο Γιώργος Φερέτος, μέσα από τον δικό του "ασπρόμαυρο" κόσμο των εσωτερικών αντιθέσεων και των εν δυνάμει ανατροπών ή των εύθραυστων ισορροπιών τους, αποκαλύπτει τις μετέωρες "ετεροπροσωπίες του εγώ", ως πορείες πλοήγησης του φωτός και των αντανακλάσεων, των διαστρωματώσεων επίσης που αφορούν τις ποικίλες τονικές διαφάνειες και τις ανεπίληπτες διαβαθμίσεις του σκοταδιού. Οι διαλεκτικές αυτές σχέσεις, κατ' αναλογία λειτουργούν, όπως τα στάδια μιας ενδοσκόπησης. Με ψυχικά, πνευματικά και συναισθηματικά εφαλτήρια προβληματισμών, ο ζωγράφος αυτός ιχνηλατεί αρχετυπικές μνήμες και μεταιχμιακές καταστάσεις του υποσυνειδήτου, απέναντι στα φαινόμενα και στις προκλήσεις της καθημερινότητας. Τα έργα του φαινομενικά μόνο σχετίζονται με τους πλόες και τα καράβια καταμεσής στα πέλαγα, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για αλληγορίες, συμβολισμούς κι εκδοχές της μοναχικής πορείας και των υπαρξιακών πλεύσεων του "εαυτού", προς την αναζήτηση μιας Ιθάκης.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: "Εξέχοντες σύγχρονοι καλλιτέχνες στις προκλήσεις της εποχής" πατήστε ΕΔΩ για να εμφανιστεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου